αστένακτος

αστένακτος
ος , ον , αστέναχτος, η , ο
1) не стонущий, не издающий стонов; выносливый (к боли, страданиям); 2) счастливый, неомрачённый (о жизни, периоде времени); 3) неоплаканный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αστένακτος" в других словарях:

  • ἀστένακτος — without sigh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστενάκτως — ἀστένακτος without sigh adverbial ἀστένακτος without sigh masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστένακτον — ἀστένακτος without sigh masc/fem acc sg ἀστένακτος without sigh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστενάκτοις — ἀστένακτος without sigh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστένακτα — ἀστένακτος without sigh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστένακτοι — ἀστένακτος without sigh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»